Acta fabula
ISSN 2115-8037

2025
Janvier 2025 (volume 26, numéro 1)
titre article
Tellos Agras

Ἡ ψυχολογία τοῦ μεταφραστοῦ

Préface à Jean Moréas (I. Papadiamantopoulos), Ἐκλογὴ ἀπὸ τὸ ποιητικὸ του ἔργο. Les Syrtes, Les Cantilènes, Le Pèlerin Passionné, Poèmes et Sylves, trad. Tellos Agras, Athènes : Zikakis, 1926, p. 5-14, disponible en ligne : https://anemi.lib.uoc.gr/metadata/b/7/5/metadata-423-0000005.tkl (consulté le 11/11/2024).

Lire en VF

Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΟΥ

1.

1Κανείς δεν θα κατεδίκαζε τις μεταφράσεις των ξένων εκλεκτών έργων και, προ πάντων τις μεταφράσεις ποιημάτων, αν ήθελε να εμβαθύνει με συμπάθεια στην ψυχολογία που τις εμπνέει. Πρέπει βέβαια κανείς να είναι μάλλον αυστηρός, όταν ο πόθος του μεταφραστού δεν υπερβαίνει την απλή ματαιοδοξία ή την νεανικήν επίδειξη, ή όταν εκφράζει την θρασεία πρόθεση συγκρίσεως με το πρωτότυπο και τον δημιουργό του. Όπως κάθε άτοπη φιλοδοξία, μια μετάφραση έτσι καμωμένη είναι εντελώς ανάξια συμπαθείας.

2Αλλ’ αυτό δεν συμβαίνει συχνά. Εκείνο που προ πάντων και συνηθέστερα ωθεί ακατάσχετα κ’ εξακολουθητικά κ’ επαναληπτικά προς τον πειρασμό της αποδόσεως ενός έργου σε μιαν άλλη γλώσσα–στη γλώσσα μας ας πούμε–, είναι κάτι σαν ο αόριστος πόθος μιας ανταποδόσεως, ή ακόμη περισσότερο, σαν ο αόριστος πόθος συνεργασίας με τον καλλιτέχνη του, που μας γοητεύει. Μόνον κάμνοντας μια μετάφραση, υπάρχει τρόπος να κατωρθώσωμε να συμμετάσχουμε, ταπεινά και φλογερά μαζί, στην αναπαραγωγή, στην αναδημιουργία ενός γοητευτικού έργου.

3Να εξετάσωμε λοιπόν λεπτομερέστερα τα πράγματα :

4Οι ερεθισμοί που δονούν μέσα μας μερικές μοιραίες χορδές, προέρχονται, αφ’ ενός, από τις παραστάσεις και τις εντυπώσεις της φύσεως: η εσωτερική τους ζύμωση, η απορροφητική τους αλχημεία, τo μυστικό τους κράμα με τις συγκινήσεις της ψυχής, υστέρα από την δημιουργία μέσα στην αισθητική μας συνείδηση μιας καταστάσεως παθητικής, ουδέτερας, προς τα μέσα στραμμένης, καταλήγει ν’ αναδώσει, στο επίπεδο της ενεργείας, της πράξεως, τον καρπό της δημιουργίας,–το πρωτότυπο έργο. Αυτό το πρωτότυπον έργο, δεν είναι παρά η καλλιτεχνική και νοηματική μορφοποίηση, η απόδοση, το ξεπλήρωμα των αχανών εκείνων και ασυστηματοποίητων ερεθισμών, με μιανοργανικήν ενότητα, με ένα σαφές, και πραγματικό σύνολο, μ’ ένα νοητόν, έρρυθμο, συγκεκριμένο κ’ ευκρινές σχήμα. Είναι η συνεννόησή μας και η ανταπόκρισή μας προς την ολόγυρά μας ζωή, η εκδήλωση της πνευματικής σφραγίδας της ανθρώπινης ζωής επάνω στην άτακτη μάζα του κόσμου. Δάνειον αυτόματο από το περιβάλλον, αποδιδόμενο μ’ έναν γενναίο τόκο,–τον τόκο της καλλιτεχνικής, επιλογής των στοιχείων του.

5Αλλ’ οι ερεθισμοί μας προέρχονται, ακόμη–κατά δεύτερον κατά σειράν λόγον,–και από τα έργα της Τέχνης. Αυτά μάλιστα είν’ έτοιμα, ρυθμισμένα, εκ των προτέρων κατεργασμένα, εύπεπτα, εύγευστα, αφομοιώσιμα χωρίς κόπον. Αυτά είναι καμωμένα πλέον, μιλούν στην γλώσσα των εννοιών μας, έχουν ήδη σχηματοποιηθή σύμφωνα με το νοητικό μας πλαίσιο και τους πνευματικούς μας νόμους· δεν χρειάζεται λοιπόν γι’ αυτά καμμιά επί πλέον κατεργασία: άμεσα και κατ’ ευθείαν, εισδύουν σφοδρά κ’ ελεύθερα μέσα στην ψυχή. Ο πόθος της αμίλλης δεν αργεί και εδώ πάλι ν’ αναπτυχθεί και να οδηγήσει στην ανταπόδοση του καλλιτεχνικού έργου με τον τρόπο της μεταφράσεώς του.

6Απομίμηση λοιπόν, ομοίωμα της φύσεως, είναι η δημιουργία· και η μετάφραση ομοίωμα κι απομίμηση της τέχνης. Και ο πόθος της απομιμήσεως της φύσεως, και ο πόθος της απομιμήσεως της Τέχνης, είναι μία και η αυτή εκδήλωση της ενεργείας, της προθέσεως, (που είναι ταυτόσημη έννοια προς τη ζωή), προεκτεταμένης επάνω στο καθαρό καλλιτεχνικόν επίπεδο. Ο άνθρωπος –καθώς είπε ο Πλάτων στο «Συμπόσιον»– θέλει να εκδηλώσει μέσα στο Ωραίο και την ίδια του οντότητα· θέλει να γεννήσει πνευματικώς μέσα στο ωραίο και να συνδέσει, μέσα στο μέλλον, την ύπαρξη του με την ύπαρξη του ωραίου.

7Σ’ αυτό το σημείο, της ενεργητικής εκδηλώσεως του καλλιτέχνου εμπρός στο ωραίο, πρέπει ίσως να διαστείλωμε τον ευρύν διανοούμενο, από τον στενόν καλλιτέχνη: διαφέρουν, όσο η μέλισσα η φρόνιμη, η εργατική, η αλτρουίστρια, η ενθουσιασμένη υπηρέτρια του ωφελίμου, του συνόλου και της συνεχείας –από την ράθυμη, την άστατη, την εγωίστρια πεταλούδα, την υπηρέτρια του παρόντος της και του ατόμου της, την αιωνίως αξέγνοιαστη θερίστρα της ετοιμασμένης συγκομιδής, την έκθαμβην από τα χρώματα, τα μύρα, τα φυσήματα, πού γράφει επάνω από τη βλάστηση τη λεπτότερη και την εκλεκτότερη φιλοσοφία. – Από τον διανοούμενο όλα κανείς μπορεί να τα περιμένει, ακόμα και τον ενθουσιασμό του για κινητές και μεταθετές κοινωνικές σκοπιμότητες.

8Αλλ’ αν η έννοια του θεωρητικού ανθρώπου συμπίπτει, χωρίς άλλο, με την έννοια του θεωρητικά εκπνευματισμένου ανθρώπου, του εντοπισμένου αποκλειστικά στο λογικό του, στο πνεύμα του, στο καθαρά ανθρώπινον επίπεδό του, η έννοια του θεωρητικού καλλιτέχνη είναι ανεβασμένη έναν ακόμη βαθμό πιο ψηλά, –στο σκαλί της αισθητικής αποκλειστικότητος. Ο πραγματικός καλλιτέχνης είναι ο καρπός μιας μακράς, εκούσιας επιλογής, μιας απόλυτης, ιδιότροπης, εξατομικευμένης αυτοκυβερνησίας, αυτοκαλλιέργειας συνειδητής και εκλεκτής· είναι τύπος απορροφητικός, παθητικός, εσωτερικός· αναλύοντας και μελετώντας ενδοσκοπικά τον εαυτό του, είναι πολύ σοφός, ώστε να μη ξεπέσει στο ταπεινότερον επίπεδο της προσπαθείας,–που δεν είναι, παρά ο δεσμός με την ζωική καταγωγή του και η εκ νέου υποταγή του στον κοινό φυσιολογικό νόμο της ταπεινότερης ζωής– και πολύ ώριμος, ώστε να μη αναγνωρίσει σημασία στις έννοιες της εργασίας και της οράσεως μέσα στην καθαρά αισθητική σφαίρα του. Τυχαία μόνον, ασυνείδητα και αυτόματα, ποτέ στα σοβαρά, παρά μόνο σαν παιχνίδι, ημπορεί κι’ αυτός να παγιδευθεί, σπανίως, από το κληρονομικό θεμελιώδες ένστικτο, που η ακέρια μετουσίωσή του σε άλλες τάσεις θα είναι άρνηση του φυσικού μέρους του ανθρώπου, απραγματοποίητη χειραφεσία από την ενόργανη ζωή.

9Παθητική λοιπόν και όχι ενεργετική, όχι παρορμητική για μίμηση, είναι η στάση του πραγματικού καλλιτέχνη εμπρός στο ωραίο. Και έτσι, η μετάφραση, –αλλά και αυτή η κοπιαστική και εκ προθέσεως δημιουργία–απομένει πάντα σα μια συμπαθητική, παιδιάστικη επιθυμία αώρων καλλιτεχνών, που αφήνονται να συμπαρασυρθούν από τα ζωηρά ακόμη φυσιολογικά τους ένστικτα στον αντικαλλιτεχνικό πόθο της αμίλλης.

¶.2.

10Υπάρχει, αντίθετα, και μια άλλη προέλευση των μεταφράσεων· είναι η περίπτωση της ηθοποιίας. Ο μεταφραστής ντύνεται από μια-μια, παιχνιδιάρικα και σαν δοκιμαστικά, τις ξένες προσωπικότητες, ανευρίσκοντας σε κάθε μια κάτι από τον πολύμορφον εαυτό του. Γεμίζει το αδειανό εγώ του από άπιαστους αντικατοπτρισμούς. Αυτοεξαφανίζεται μέσα στο εγώ των άλλων, ζώντας ολοένα, με μιαν αδιάσπαστη αυθυποβολή, ζώντας τις θεϊκές υπάρξεις, που δημιουργούν οι συγγραφείς και οι ποιηταί. Ο Όσκαρ Ουάιλδ έγραψε γι’ αυτά όλα σελίδες γεμάτες από την εξημμένη πειστικότητα του λυρισμού.

¶. 3.

11Επί τέλους, η προέλευση των μεταφράσεων είναι, όχι σπανίως, και τρίτη, ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο, –όπως ίσως συμβαίνει όχι και πολύ μακρυά μας,– περισσότερον αυτή άξια συμπαθείας: είναι η περίπτωση που η ξένη προσωπικότης γίνεται το άσυλο (και το δεσμωτήριο) μιας ορφανής και άστεγης εμπνεύσεως, αποδιωγμένης και ζητώντας στέγη να σταθεί: και τότε, ένας είναι ο μεταφραζόμενος ποιητής – ο οριστικός, ο αποφασισμένος· ή τουλάχιστον ο προάγγελός του, ο πρόδρομός του. Η μισοτελειωμένη –η οριστικά πια μισοτελειωμένη– ποιητική συνείδηση, που ποτέ δε θα ολοκληρωθή σε τετράπλευρον έργο και σε προσωπικήν αρτιότητα, απορροφάται τότε μέσα σε μιαν άλλη.

12Αισθάνεται κανείς τόσο καλά εκεί μέσα, ώστε σπανίως (και μάλιστα όχι χωρίς αξιόποινην αχαριστία) σκέπτεται πια να ξαναφύγει. Ύστερα από έρευνες άκαρπες και άδειες, εκεί είναι επί τέλους ασφάλεια. Είναι η περισυλλογή στον εαυτό μας, που ένας άλλος –αδιάφορο!– είχε τη δύναμη, που μας λείπει, να συλλάβει, να σαρκώσει και να καταυγάσει. Μέσα στην ξένην τροχιά, κ’ η προσπάθεια μας, η χαμένη στο δρόμο της, ξαναβρίσκει τις χαμένες της πατημασιές. Κι αφηνόμαστε σιγά-σιγά και με ηδονή, ώστε να περάση, να διαμειφθή το εγώ μας, το ασήμαντο και ατροφικό, μέσα στο ευρύτερον εγώ το ξένο, κ’ είμαστε ευχαριστημένοι, κ’ είμαστε ευγνώμονες να γίνωμε άξιοι να πλουτίσωμε αυτό το ξένον εγώ με μερικά εντελώς προσωπικά μας σημάδια, που εξωραΐζουν το ξένο έργο, χωρίς και μόνα τους να μπορούν ν’ απαρτίσουν σύνθεση και αυτοτέλεια. – Είναι τόσο μοιραίο, καμμιά φορά, να είναι κανείς μαθητής! Ταυτιζόμενος με την αποστολή του, βρίσκει επί τέλους την υπέρτατη ικανοποίηση.

13Αν φιλοσοφήσει κανείς, σταθεροποιείται τότε κι’ από πεποίθηση στην ιδέα αυτή της ασφαλείας του. Γιατί να μιμηθείς, αντί ν’ αποδώσεις ό,τι υπάρχει; γιατί να ριψοκινδυνεύσεις, για ό,τι οι άλλοι έχουν ήδη έτοιμο; γιατί να χαράξεις μια κωμική παράλληλη γραμμή, όταν οι ανθρώπινοι στοχασμοί βρίσκουν διέξοδον από μιαν άλλη, εξαίσια χαραγμένη; γιατί όλες αυτές οι ματαιοδοξίες; γιατί αυτή η οπισθοδρόμηση και ο συμβαδισμός με τα παρωχημένα, ενώ η δημιουργία μόνο σαν προέκταση, σαν προσθήκη, σα συνέχιση του παρόντος είναι δικαιολογημένη;

14Θα ήταν κανείς ακόμη συνεπέστερος με τον ορθό λόγο, αν είχε περιορισθεί ν’ απολαύσει μόνο τον ξένον ποιητή, τοποθετώντας τον, σαν ένα μεγαλόστομο porte-voix, στη θέση της ασθενικής και ανεπαρκούς ιδικής του εκφράσεως: να τον απολαύσει και να μη τον αποδώση. Αλλά η ποιητική ενέργεια θέλει κι αυτή να εκδηλωθεί: και, αδύνατη να πλάσει, δουλεύει τα πλασμένα· πέρνει (sic) τη θέση που της αξίζει, – της μορφικής απασχολήσεως επάνω στο μετάφρασμα· τη μεταφορά του λέξη προς λέξη· την ευλαβική του επένδυση με πράγματα που δε χρειάζονται το μοιραίο και ανεύθυνο, το έμφυτο ποιητικό ανάστημα, παρά το υπομονητικό κι’ αφοσιωμένο σκύψιμο, την άγρυπνη φροντίδα στο περιμάζεμμα των φραστικών απλώς θησαυρών.

¶. 4.

15Εκτός της ιδιαίτερης πνευματικής, αλλά και η γενικώτερη εθνική, ας πούμε, συγγένεια, με ωδήγησε στη μετάφραση του Μωρεάς.

16Πραγματικώς, κανείς ξένος ποιητής δεν είναι τόσο πλησιέστερος προς την από πάσης απόψεως κατανόησή μας, όσον αυτός. Είναι πολύ εγγύτερα προς εμάς, παρά προς τους γάλλους συναδέλφους του, που έγραψε την γλώσσα τους. Και αυτό είναι το μυστικό της πρωτοτυπίας του, που στη γαλλική ποίηση είναι ολοφάνερο: επότισε κ’ ετόνωσε τον μουσικό γαλλικό στίχο με φραστική σύνθεση προελεύσεως καθαρά ελληνικής, και μετάδωσε στις έννοιες και στις εικόνες του την πλαστικήν αδρότητα και κατηγορηματικότητα των ελληνικών εννοιών. Καθώς «εδολιεύθηκε τους αιώνες» –όπως είπαν γι’ αυτόν,– εδολιεύθηκε παρόμοια και την γαλλική γλώσσα: την παραποίησε σε γλώσσα πλαστική.

17Μορφικόν εν πρώτοις το έργο του Μωρεάς, και μάλιστα ελληνικά μορφικό, έχει και τις δυο απόψεις της αποδόσεώς του ευνοϊκές. Η έντονη ελληνική του σφραγίδα, αυτή μόνη της, αρκεί να οδηγήσει στην ανεύρεση των ελληνικών λέξεων, των αδελφών προς τις γαλλικές, και, γενικώτερα, στην όλην εξελλήνιση της φράσεώς του.

18Παρουσιάζεται λοιπόν ένα στάδιον επιτυχίας στον μεταφραστή, – αλλ’ αυτό δεν είναι, παρά μια δευτερεύουσα και εκ των υστέρων δικαιολογία για την μετάφρασή του.

19Επί τέλους, ας προσθέσωμε και την καλλιτεχνικήν ευσυνειδησία. Έχει κανείς καθήκον να αποκαταστήση το μεταφρασμένον έργο του Μωρεάς, επιστρέφοντας σ’ αυτό και επιχειρώντας την αναστήλωσή του, όταν μάλιστα θέλει έτσι να εξαγοράσει την νεανική σπουδήν του που τον έκαμε άλλοτε να κακομεταχειρισθεί με όλη την απειρία του το σεβαστό και πολύτιμον αυτό έργο.

¶. 5.

20Εμπρός στις χρησμοδοτικές και βιαστικές, τις αριστοκρατικά ακατάδεχτες και ενίοτε απότομες «Στροφές», με τις οποίες άτοπα ταυτίζεται συνήθως ο πολύμορφος ποιητής, οι Σύρτεις και οι Cantilenes (=μπαλλάντες), από τις οποίες κυρίως αποτελείται αυτό το βιβλίο, είναι ευρύτερες, μουσικώτερες, καθολικώτερες, περισσότερο συναρπαστικές, και περισσότερο φροντισμένες στην εσωτερική μορφή τους, δηλαδή στη μετρική.

21Τα θέματά τους, είναι φανερό πόθεν είναι παρμένα. Κατώρθωσε να φέρει από την μάθηση στην αναβίωση, από την ιστορία στη δημιουργία, από την κατανόηση στην εντύπωση, και από την γνώση στην αίσθηση, τον γόνιμο μεσαίωνα, γεμάτον οίστρο κ’ ευαισθησία και περιπάθεια.

22Εμπρός στις λυρικές Στροφές, οι πρώτες αυτές συλλογές είναι λοιπόν περισσότερον ιστορικές, περισσότερον αντικειμενικές. Αλλ’ αυτή η παλλόμενη και πολύχορδη αντικειμενικότητά τους είναι τόσο βαθειά και τόσο γόνιμη, ώστε να υπερτερεί πολλές φορές τον σεμνό υποκειμενισμό των «Στροφών».1

23Στις μεσαιωνικές στοές, στις λατινικές στήλες, στους ελληνικούς ρυθμούς, παντού όπου επλησίασε το πλούσιο ταλέντο του Μωρεάς, παντού η πολιτογράφησή του υπήρξεν αντάξια και θαυμαστή. Εζητούσεν εκφράσεις δια μέσου κάθε αντιλήψεως εποχής, ζωής και τέχνης. Και τις εύρισκε.

24Ο Μωρεάς ήταν απ’ αρχής καλλιτεχνικά μορφωμένος και ώριμος· εσωτερικήν εξέλιξη το έργο του δεν παρουσιάζει· μόνο μετατοπίσεις. Θα ρίξωμε λοιπόν μόνο μια συμπληρωματική παρατήρηση για την εξέλιξη της μετρικής του.

25Από την μετρικήν ευκαμψία των πρώτων του συλλογών, που εσημειώσαμε πιο πάνω, ξαφνιάζεται κανείς ν’ απαντήσει, στις Sylves, μια φανερή δυσκολία προσαρμογής προς τον κλασσικό γαλλικό δωδεκασύλλαβον, όταν αρχίζει να προσπαθεί να περιορίσει τους απλόχωρους κ’ επίσημους κυματισμούς των μέτρων του, ή τους σπασμένους σε χίλιες μεριές, μέσα στη στρατιωτικήν ομοιομορφία, στην ευθύγραμμη πειθαρχία του κλασσικού στίχου. Η στιχουργία του εκεί φαίνεται συχνά σαν άδεια, χασματική, παραστρατημένη. – Στο διάλειμμα όμως που μεσολαβεί μέχρι των «Στροφών», έχει διορθωθεί εν τω μεταξύ κάθε ατέλεια. Γι’ αυτό, από την πρώτη κιόλας από τις Stances, ακούμε σφιχτοδεμένον, ρυθμικόν, ένοπλο, τον κλασσικό στίχο να πορεύεται μ’ ένα βήμα άσφαλτο και υπέροχο.

26Αντί μιας από τις μεγαλοστομίες εκείνες, που η περιεκτικότητά τους κ’ η ουσία τους είναι ύποπτες, ο Μωρεάς μας δίνει το εύχυμο μέτριο. Αντί να ζητήσει με την πευματικήν ανάταση, μόνο με τη σοφή τέχνη γυρεύει την πιθανώτερη λύτρωσην από την ταπεινότητα της ζωής. Αντί να καταφρονήσει το υλικό μέρος της ζωής και να στραφεί σε άλλες σφαίρες, σ’ αυτό το υλικόν επιστρέφει, αυτό ξεδιαλέγει, κι’ αυτό κατεργάζεται. Κι’ αυτό μας αποδίδει, αντάξιό μας. Ανήκει λοιπόν στην θαυμάσια εκείνη σειρά των modestes ποιητών, που, χάρις στην ισόρροπη σωφροσύνη τους, θα κρατούν για πάντα το φέγγος τους σταθερό και άσφαλτο, σαν ένας μελαγχολικός αστερισμός απάνω από το όνειρο της ανθρωπότητος.